αψά

αψά
επίρρ.
βλ. αψύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άψα — άψα, η και αψάδα, η δριμύτητα, καυστικότητα, οξυθυμία: Σήμερα έχει τις αψάδες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἅψα — ἅπτω fasten aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἅψᾱ , ἅψος juncture neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιγράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. ξεσηκώνω από κάπου, κλέβω: Στις εξετάσεις συνήθιζε να αντιγράφει. 2. απομιμούμαι: Αντίγραψε πολύ πιστά το «Μυστικό δείπνο» του ντα Bίντσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απογράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. κάνω απογραφή: Απογράφηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. 2. τελειώνω το γράψιμο: Απόγραψε το παιδί όλα τα μαθήματά του. 3. ξεγράφω, σβήνω: Αυτόν απόγραψέ τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστράφτω — αψα 1. βγάζω αστραπές: Πάλι άστραφτε χτες τη νύχτα. 2. λάμπω, γυαλίζω, λαμποκοπώ: Τα έκανες τα μπρούντζα κι αστράφτουν. 3. δίνω χτύπημα: Του άστραψε ένα χαστούκι που είδε τον ουρανό με τ άστρα. 4. «αστράφτω και βροντώ», βρίσκομαι στις δόξες μου,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁψάσης — ἁψά̱σης , ἅπτω fasten aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψάσῃ — ἁψά̱σῃ , ἅπτω fasten aor part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅψας — ἅψᾱς , ἅπτω fasten aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἅπτω fasten aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅψασα — ἅψᾱσα , ἅπτω fasten aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅψασαι — ἅψᾱσαι , ἅπτω fasten aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”